Το βράδυ του Σαββάτου διαβαίνει εφιαλτικά στο υπόγειο του σχολειού. Γύρω μου μανάδες αποκαμωμένες και παιδιά τρεμάμενα. Τη νυχτερινή σιγαλιά σπάνε μόνο οι εκρήξεις απ’ τα τουρκικά κανόνια που βροντούν στις ακτές της Κερύνειας. Με το πρώτο φως σηκώνομαι, ανεβαίνω την παλιά σκάλα και βγαίνω στο προαύλιο, ν’ αγναντέψω προς τη μεριά της θάλασσας. Μάτια γουρλωμένα από φόβο με κοιτούν σαν επιστρέφω. «Είναι παντού… Οι Τούρτζοι είναι παντού…» ψελλίζω κι αγκαλιάζω σφιχτά τη Φιλίτσα μου. «Έχουν γεμίσει όλο τον γιαλό…»
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ’74. Το καλοκαίρι των νεκρών, των χιλιάδων αγνοουμένων. Τότε που ο Τούρκος εισβολέας πατά την Κύπρο και την πνίγει στο αίμα. Από τη μαρτυρική Κερύνεια μέχρι την Αμμόχωστο κι απ’ τη βομβαρδισμένη Λευκωσία μέχρι τη Μόρφου. Είναι το καλοκαίρι της Ευγενίας που βασανίστηκε και μαρτύρησε όπως χιλιάδες Κύπριες γυναίκες. Της Μαρίτσας, που απόμεινε με μια άδεια, ορφανεμένη αγκαλιά. Του Βαγορή και της Φιλίτσας, που λιώνουν καρτερώντας μέρα νύχτα έναν πατέρα. Του Νίκου, του Ανδρέα και του Μάρκου, που πολέμησαν μονάχοι, παρατημένοι, προδομένοι, άντρες που έγιναν εικόνες ξέθωρες μπρος σε μαυροφορεμένα κορμιά.