«Μαμά, κοίτα, χωρίς χέρια!» φώναξε το κοριτσάκι κι έπεσε από το ποδήλατο. Ξανασηκώθηκε κι έπεσε ξανά. Και ξανά και ξανά. Μέχρι που πέταξε τις βοηθητικές ρόδες και συνέχισε τον δρόμο του.
Έτσι έζησα.
Με γρατζουνισμένα γόνατα πορεύτηκα, μεγάλωσα, πένθησα τους αγαπημένους μου, ερωτεύτηκα, γέλασα πολύ, αγάπησα πολύ, δούλεψα σκληρά, πάλεψα χρόνια ολόκληρα με τους δαίμονές μου. Οι απώλειες των παιδικών χρόνων, ο πρόωρος θάνατος του πατέρα μου, η φυλάκιση της μάνας μου στη Χούντα, τα κλάματα και τα τραύματα των παιδικών μου χρόνων με οδήγησαν στην κατάθλιψη, στις άγρυπνες νύχτες και στα υπνωτικά χάπια.
Το βιβλίο αυτό ξεδιπλώνει τις σκοτεινές σελίδες πίσω από μια φαινομενικά λαμπερή ζωή. Πολλές φορές ξεκίνησα κι άλλες τόσες σταμάτησα να το γράφω. Ή θα τα πω όλα ή τίποτα -αποφάσισα. Όσα έκρυψα, όσα φοβήθηκα, για όσα ντράπηκα, θα τα εξομολογηθώ όλα.
«Μαμά, κοίτα, χωρίς χέρια!» Έτσι συνεχίζω και σήμερα πάνω στο ξεβαμμένο μου ποδήλατο. Κι όπου με βγάλει... Δεν ξέρω αν κρατάτε στα χέρια σας ένα καλό ή ένα κακό βιβλίο. Ξέρω μονάχα πως αυτή η εξομολόγηση είναι ό,τι πιο γενναίο έχω κάνει στην ασήμαντη ζωή μου.
Έλενα