«Πάρε το μωρό και πέταξέ το στο ρέμα! Πώς θα μεγαλώσουμε τόσα κορίτσια; Πώς θα τα προικίσουμε φτωχοί άνθρωποι;»
Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση της μάνας της Αθηνάς, σαν άνοιξε τα μάτια της σε αυτόν τον κόσμο. Και έτσι, αντί για αγάπη, ένιωσε την απέχθεια, μόνο και μόνο γιατί τόλμησε να γεννηθεί.
«Όποιος χτυπήσει αυτή την πόρτα για να σας ζητήσει σε γάμο, θα σας δώσω», υποσχόταν η μάνα της και το έπραττε δίχως ενδοιασμό. Και έτσι η Αθηνά παντρεύτηκε στα δεκαπέντε της τον Γιώργο, που ποτέ του δεν την αγάπησε. Και στο τέλος έγινε μια μάνα σαν τη μάνα της, δίχως να ξέρει πώς να αγαπήσει τα δικά της παιδιά.
Έτσι κύλησε ολόκληρη η ζωή της. Ο δρόμος της μακρύς. Από τον Έβρο, στη Λαμία, στη Στουτγκάρδη, στην Αλεξανδρούπολη. Κάθε πόλη και μια ιστορία. Κάθε σταθμός και ένα δάκρυ.
Το τίμημα που θα κληθεί να πληρώσει, βαρύ. Μόνο τότε θα καταλάβει… Μόνο τότε θα αισθανθεί… Και θα ζητήσει συγχώρεση από όσους άθελά της πλήγωσε. Όμως, ο χρόνος ποτέ δεν ήταν με το μέρος της…